ρέγουλος

ρέγουλος
ο, Ν
ζωολ. γένος ωδικών πτηνών τής οικογένειας muscicapidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγλλ. regulus < λατ. regulus, υποκορ. τού rex, regis «βασιλιάς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ρεγουλίδες — (Regulidae). Οικογένεια ωδικών στρουθιόμορφων εντομοφάγων πουλιών, τα οποία ζουν στα δάση των εύκρατων περιοχών του βορείου ημισφαιρίου. Στην Ευρώπη και στην Ελλάδα ζούν δύο είδη, ο ρέγουλος ο γνήσιος και ο ρέγουλος ο πυρροκέφαλος ή λευκόφρυς,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”